- συμφυεῖς
- συμφύωmake to grow togetheraor subj pass 2nd sg (epic)συμφυήςborn with onemasc/fem acc plσυμφυήςborn with onemasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμφυείς — συμφύω make to grow together aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύνανδρος — (και ως ουσ.), ο (AM γύνανδρος, ον) ο ερμαφρόδιτος, με χαρακτηριστικά και τού αντρικού και τού γυναικείου φύλου νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) γύνανδρα, τα φυτά που έχουν τους στήμονες συμφυείς με τον ύπερο ή την ωοθήκη αρχ. κίναιδος … Dictionary of Greek
λύμη — λύμη, ἡ (Α) 1. άσχημη, προσβλητική μεταχείριση, κακοποίηση με λόγια και με έργα 2. βλάβη, φθορά, καταστροφή, όλεθρος («ὧν διαφθειρομένων οὐκ ἂν γίγτοιτο μεγάλη λύμη τῇ πόλει», Πλάτ.) 3. ρύπος, ακαθαρσία, λύμα («καθάπερ γὰρ σιδήρῳ μὲν ἰός, ξύλοις… … Dictionary of Greek
ξυριδίδες — (xyridaceae). Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών της τάξης των φαρινωδών, με φυτά πολυετή, ποώδη, αειθαλή, με φύλλα μικρά, στενά, γραμμοειδή ή γραμμοειδή λογχοειδή. Άνθη σε στάχια αρσενικά και θηλυκά, 6 στήμονες, από τους οποίους οι 3 εξωτερικοί με … Dictionary of Greek
συμφυής — ές, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμφυής και τ. ουδ. στον πληθ. συμφυᾱ, Α [συμφύω] 1. σύμφυτος 2. έμφυτος, εγγενής νεοελλ. φρ. «συμφυής νόσος» ιατρ. συγγενής νόσος αρχ. 1. φυσικός («ὕδωρ... εἴτ ἐπακτὸν εἴτε συμφυές», Αριστοτ.) 2. προσαρμοσμένος από τη φύση… … Dictionary of Greek
λοβελίδες — (lobeliaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, της τάξης των καμπανουλιδών. Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει μονοετή ή πολυετή φυτά, με χαρακτηριστικά άνθη που μοιάζουν με μικρές πεταλούδες και τα οποία μπορεί να είναι μονήρη ή ενωμένα σε επάκριες… … Dictionary of Greek